- λιγόλογος
- και ολιγόλογος, -η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)αυτός που λέγει λίγα, λακωνικόςνεοελλ.αυτός που λέγεται με λίγα λόγια, βραχυλόγος, σύντομος («λιγόλογη επιστολή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ο)λιγόλογος — η, ο αυτός που λέει λίγα, ο λακωνικός. λιγόλογος η, ο αυτός που λέει λίγα λόγια: Είναι λιγόλογος και ντροπαλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
αποφθεγματικός — ή, ό (AM ἀποφθεγματικός, ή, όν) 1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά 2. λιγόλογος, λακωνικός … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κουτσόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα 2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, ξενό γλωσσος] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
λιγομίλητος — η, ο αυτός που μιλάει λίγο, λιγόλογος … Dictionary of Greek
μουγγός — ή, ό (Μ μουγγός και μογγός, ή, όν) αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος νεοελλ. 1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος 2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.). επίρρ … Dictionary of Greek